- τέρης
- τέρηνsoftmasc nom sgτερέωbore throughimperf ind act 2nd sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νυμφοτερείς — νυμφοτερεῑς ἡ, κατά διόρθ., νυμφοτήρεις (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἄρχοντες τινες». [ΕΤΥΜΟΛ. < νύμφη + τερής (< τείρω «εξαντλώ»), πρβλ. κυκλο τερής] … Dictionary of Greek
τέρην — ε(ι)να, εν, και δωρ. και αιολ. τ. γεν. τού θηλ. Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που έγινε λείος με την τριβή 2. (κατ επέκτ.) μαλακός 3. (για ήχο) απαλός 4. μτφ. τρυφερός («τέρεν ἄνθος ἥβης», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο το επίθ. τέρ ην (πρβλ. ἄρσην, ἔρσην) όσο… … Dictionary of Greek
κυκλοτερής — ές (Α κυκλοτερής, ές) στρογγυλός, κυκλικός («γράφουσι κυκλοτερή τήν οίκουμένην», Αριστοτ.). επίρρ... κυκλοτερώς (Α κυκλοτερῶς) κυκλικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύκλος + τερής (< τείρω «εξαντλώ»] … Dictionary of Greek